- διαπίδυση
- Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε μία διάταξη κατάλληλη να συντελεί τη δ., την οποία ονόμασε διαπιδυτήρα. Ο διαπιδυτήρας αυτός ήταν ένας γυάλινος κύλινδρος στον πυθμένα του οποίου ο Γκράχαμ είχε στερεώσει μία μεμβράνη από περγαμηνή. Μέσα στον κύλινδρο αυτό τοποθετούσε ένα υδάτινο διάλυμα, για παράδειγμα ζάχαρη που περιείχε σε αιωρούμενη κατάσταση κολλοειδές της κόλλας. Έπειτα ο κύλινδρος βυθιζόταν έως ένα ορισμένο ύψος σε δοχείο με τρεχούμενο νερό. Ύστερα από λίγο η ζάχαρη διαπιδύοντας την ημιπερατή μεμβράνη της περγαμηνής, περνούσε στο τρεχούμενο νερό, ενώ η κόλλα παρέμενε στον κύλινδρο.
Πρακτικά, οι διαπιδυτήρες που χρησιμοποιούνται σήμερα παραμένουν σχεδόν όμοιοι με τον τύπο του Γκράχαμ, με τη διαφορά ότι η περγαμηνή αντικαταστάθηκε με ημιπερατές μεμβράνες από κολλόδιο ή από σελοφάν.
Η δ. στον βιομηχανικό τομέα χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, στη φαρμακευτική για την παρασκευή του σαλυκιλικού οξέος και του υδροξειδίου του σιδήρου, που είναι και τα δύο κολλοειδείς ουσίες.
Μία συσκευή κατάλληλη για τον διαχωρισμό των κολλοειδών μορίων από ηλεκτρολυτικές ουσίες που υπάρχουν τυχαία σε ένα διάλυμα είναι ο ηλεκτροδιαπιδυτήρας. Αποτελείται από μία μικρή δεξαμενή που χωρίζεται σε τρία τμήματα με δύο ημιπερατές μεμβράνες. Στον μεσαίο τομέα τοποθετείται το κολλοειδές διάλυμα και στους ακραίους, που γεμίζουν με νερό, εμβαπτίζονται δύο ηλεκτρόδια στα οποία εφαρμόζεται μία διαφορά δυναμικού. Το αποτέλεσμα είναι η μεταπίδυση των ιόντων, ανάλογα με το φορτίο τους, από τον κεντρικό τομέα και κατά συνέπεια ο διαχωρισμός τους από το κολλοειδές διάλυμα.
Έvα διάλυμα κρυσταλλοειδών και κολλοειδών που περιέχεται σε έναν κύλινδρο κλεισμένο στο κάτω μέρος από μία ημιπερατή μεμβράνη τίθεται (1) σε επαφή με το νερό. Mε τη διαπίδυση μόνο τα κρυσταλλοειδή περνούν στο νερό, ώσπου να επέλθει ισορροπία.
* * *η (Α διαπίδυσις, -εως) [διαπιδύω]νεοελλ.1. ανάβλυση ή εκροή υγρού2. μετανάστευση λευκοκυττάρων έξω από τα τριχοειδήαρχ.εφίδρωση.
Dictionary of Greek. 2013.